- ἀποστόμωσις
- ἀπο-στόμωσις, Eröffnung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποστομώσεις — ἀποστόμωσις laying open fem nom/voc pl (attic epic) ἀποστόμωσις laying open fem nom/acc pl (attic) ἀποστομόω stop the mouth of aor subj act 2nd sg (epic) ἀποστομόω stop the mouth of fut ind act 2nd sg ἀ̱ποστομώσεις , ἀποστομόω stop the mouth of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστόμωσιν — ἀποστόμωσις laying open fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστόμωση — η (Α ἀποστόμωσις) νεοελλ. το να κλείνει κανείς το στόμα κάποιου, να τον κάνει να μη μπορεί να μιλήσει αρχ. η διάνοιξη των πόρων του σώματος … Dictionary of Greek